μυρμηκόβιον

μυρμηκόβιον
μυρμηκόβιος
living an ant's life
masc/fem acc sg
μυρμηκόβιος
living an ant's life
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυρμηκόβιος — α, ο (Μ μυρμηκόβιος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών τής Αυστραλίας που ανήκουν στην οικογένεια δασυουρίδες ή μυρμηκοβιίδες και τρέφονται με τερμίτες αλλ. ραβδωτός μυρμηκοφάγος μσν. 1. αυτός, που ζει σαν το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”